Παρακωλύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παρακωλύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
препятства, възпрепятстват, възпрепятства, пречи, пречат на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρακωλύω
παρακωλύω ορισμος, παρακωλύω συνώνυμα, παρακωλύω συνωνυμο, παραλύω συνώνυμα, παρακωλύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παρακωλύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παρακράτηση στα βουλγαρικά - памет, удържан при източника, при източника, удържане, източника
- παρακρατώ στα βουλγαρικά - запазвам, акции, добитък, удържи, удържа, задържи, удържат, ...
- παρακώλυση στα βουλγαρικά - заграждение, обструкция, запушване, препятствие, обструкция на, възпрепятстване
- παραλέω στα βουλγαρικά - преувеличилата, paraleo
Τυχαίες λέξεις
Παρακωλύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: препятства, възпрепятстват, възпрепятства, пречи, пречат на
Μεταφράσεις: препятства, възпрепятстват, възпрепятства, пречи, пречат на