Παρακωλύω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: παρακωλύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перашкаджаць, перашкодзіць, замінаць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρακωλύω
παρακωλύω ορισμος, παρακωλύω συνώνυμα, παρακωλύω συνωνυμο, παραλύω συνώνυμα, παρακωλύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, παρακωλύω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- παρακράτηση στα λευκορωσικά - ўтрыманне, утрыманне, ўтрыманьне, утрыманьне
- παρακρατώ στα λευκορωσικά - ўтрымліваць, утрымліваць, трымаць, стрымліваць
- παρακώλυση στα λευκορωσικά - абструкцыя, абструкцыю
- παραλέω στα λευκορωσικά - paraleo
Τυχαίες λέξεις
Παρακωλύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: перашкаджаць, перашкодзіць, замінаць
Μεταφράσεις: перашкаджаць, перашкодзіць, замінаць