Πλέκω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πλέκω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плетене на една кука, плетене, една кука, на една кука, кука
Πλέκω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλέκω

πλέκω με βελόνες, πλέκω κασκόλ, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω λουλούδια, πλέκω με βελονάκι, πλέκω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πλέκω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πλάτος στα βουλγαρικά - амплитуда, обилие, широчина, ширина, ширината, ширина на, широчина на
  • πλέγμα στα βουλγαρικά - решетка, мрежа, мрежата, на мрежата
  • πλένω στα βουλγαρικά - измиване, пране, промиване, за измиване, Автомивка
  • πλέον στα βουλγαρικά - почти, най-много, най, повечето, най-
Τυχαίες λέξεις
Πλέκω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: плетене на една кука, плетене, една кука, на една кука, кука