Πλέκω στα λιθουανικά

Μετάφραση: πλέκω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kasa, vąšelis, nėrimo, Crochet
Πλέκω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλέκω

πλέκω με βελόνες, πλέκω κασκόλ, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω λουλούδια, πλέκω με βελονάκι, πλέκω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πλέκω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πλάτος στα λιθουανικά - plotis, pločio, plotį, storis, width
  • πλέγμα στα λιθουανικά - tinklas, tinklelis, tinklo, grotelės, tinklelį
  • πλένω στα λιθουανικά - plauti, skalbimas, plovimo, plovimas, plovykla
  • πλέον στα λιθουανικά - beveik, dauguma, labiausiai, daugiausia, Patys, pats
Τυχαίες λέξεις
Πλέκω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kasa, vąšelis, nėrimo, Crochet