Πλέκω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πλέκω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
transa, trança, crochê, crochet, de crochê, de crochet, do crochet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλέκω
πλέκω με βελόνες, πλέκω κασκόλ, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω λουλούδια, πλέκω με βελονάκι, πλέκω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πλέκω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πλάτος στα πορτογαλικά - largura, largura de, largura do, largura da, de largura
- πλέγμα στα πορτογαλικά - rede, cinzento, trama, grade, cancela, alegre, grelha, ...
- πλένω στα πορτογαλικά - lavagem, banhar, lavar, varsóvia, de lavagem, lavagem à, Somente lavagem
- πλέον στα πορτογαλικά - mais, morais, quase, musgo, maioria, maior, a maioria, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλέκω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: transa, trança, crochê, crochet, de crochê, de crochet, do crochet
Μεταφράσεις: transa, trança, crochê, crochet, de crochê, de crochet, do crochet