Πλέκω στα ιταλικά
Μετάφραση: πλέκω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
treccia, uncinetto, crochet, del crochet, all'uncinetto, crochet del
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλέκω
πλέκω με βελόνες, πλέκω κασκόλ, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω λουλούδια, πλέκω με βελονάκι, πλέκω λεξικό γλώσσας ιταλικά, πλέκω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πλάτος στα ιταλικά - ampiezza, larghezza, larghezza di, la larghezza, di larghezza
- πλέγμα στα ιταλικά - filo, reticolo, griglia, reticella, inferriata, grata, rete, ...
- πλένω στα ιταλικά - lavaggio, lavare, di lavaggio, lavata, wash
- πλέον στα ιταλικά - più, maggior parte, massimo, maggiormente, il più
Τυχαίες λέξεις
Πλέκω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: treccia, uncinetto, crochet, del crochet, all'uncinetto, crochet del
Μεταφράσεις: treccia, uncinetto, crochet, del crochet, all'uncinetto, crochet del