Πλέκω στα ισλανδικά

Μετάφραση: πλέκω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
crochet, hekla, hekl
Πλέκω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλέκω

πλέκω με βελόνες, πλέκω κασκόλ, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω λουλούδια, πλέκω με βελονάκι, πλέκω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πλέκω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πλάτος στα ισλανδικά - breidd, yfir borðið, borðið, breiddin
  • πλέγμα στα ισλανδικά - rist, Tafla, Grid, Töfluform, töflu
  • πλένω στα ισλανδικά - þvo, Þvoið, Wash, þvottur, þvo í
  • πλέον στα ισλανδικά - fleiri, mestur, meiri, flestir, flestur, meira, mest, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλέκω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: crochet, hekla, hekl