Πλέκω στα εσθονικά

Μετάφραση: πλέκω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tress, poort, kuduma, palmitsema, heegeldama, heegelnõelad, silmusemoodustus-, heegelda, crochet
Πλέκω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλέκω

πλέκω με βελόνες, πλέκω κασκόλ, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω λουλούδια, πλέκω με βελονάκι, πλέκω λεξικό γλώσσας εσθονικά, πλέκω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πλάτος στα εσθονικά - amplituud, ulatus, laius, laiusega, laiuse, laiust, laiusest
  • πλέγμα στα εσθονικά - võrk, rest, tuharest, jalgpalliväljak, röstimisrest, võrgustik, võrgusilm, ...
  • πλένω στα εσθονικά - pesema, uhtumine, pesu, pesta, Wash, pesemist, pesemine
  • πλέον στα εσθονικά - kõige, enamik, enamiku, kõige rohkem, enim
Τυχαίες λέξεις
Πλέκω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tress, poort, kuduma, palmitsema, heegeldama, heegelnõelad, silmusemoodustus-, heegelda, crochet