Πλέκω στα δανικά
Μετάφραση: πλέκω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hækling, hæklet, hækles, hækl, hækles der
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλέκω
πλέκω με βελόνες, πλέκω κασκόλ, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω λουλούδια, πλέκω με βελονάκι, πλέκω λεξικό γλώσσας δανικά, πλέκω στα δανικά
Μεταφράσεις
- πλάτος στα δανικά - bredde, bredden, width, bredde på
- πλέγμα στα δανικά - netværk, net, grid, gitter, nettet, gitteret
- πλένω στα δανικά - vaske, vask, Wash, Skyl, vaskes
- πλέον στα δανικά - mest, fleste, de, de fleste, største
Τυχαίες λέξεις
Πλέκω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hækling, hæklet, hækles, hækl, hækles der
Μεταφράσεις: hækling, hæklet, hækles, hækl, hækles der