Πλέκω στα ουκρανικά

Μετάφραση: πλέκω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рицарі, сходи, коса, обмотати, гачком, крючком
Πλέκω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλέκω

πλέκω με βελόνες, πλέκω κασκόλ, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω λουλούδια, πλέκω με βελονάκι, πλέκω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πλέκω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πλάτος στα ουκρανικά - повнота, обшир, амплітудна, амплітудне, простір, ширина
  • πλέγμα στα ουκρανικά - нещодавно, брижа, сітка, ґрати, решітка, недавно, електромережа, ...
  • πλένω στα ουκρανικά - був, мити
  • πλέον στα ουκρανικά - моховитий, пухнатий, трель, пухнастий, найбільш, найбільше
Τυχαίες λέξεις
Πλέκω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рицарі, сходи, коса, обмотати, гачком, крючком