Πλειστηριασμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πλειστηριασμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
търг, аукцион, търга, тръжна, за търга
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλειστηριασμός
πλειστηριασμός ακινήτου διαδικασία, πλειστηριασμός αυθαιρέτου, πλειστηριασμός αριθμού εγγραφής οχήματος, πλειστηριασμός ακινήτου, πλειστηριασμός τράπεζας κύπρου, πλειστηριασμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πλειστηριασμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πλατύσκαλο στα βουλγαρικά - приземяване, кацане, разтоварване, за кацане, на целевата
- πλειονότητα στα βουλγαρικά - мнозинство, мнозинството, мажоритарен, голямата част
- πλεξούδα στα βουλγαρικά - нишка, кичур, верига, направление, елемент
- πλεονάζων στα βουλγαρικά - излишен, съкратени, излишни, съкратените, излишно
Τυχαίες λέξεις
Πλειστηριασμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: търг, аукцион, търга, тръжна, за търга
Μεταφράσεις: търг, аукцион, търга, тръжна, за търга