Πλειστηριασμός στα ουκρανικά

Μετάφραση: πλειστηριασμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аукціон, аукціонний, розпродаж
Πλειστηριασμός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλειστηριασμός

πλειστηριασμός ακινήτου διαδικασία, πλειστηριασμός αυθαιρέτου, πλειστηριασμός αριθμού εγγραφής οχήματος, πλειστηριασμός ακινήτου, πλειστηριασμός τράπεζας κύπρου, πλειστηριασμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πλειστηριασμός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πλατύσκαλο στα ουκρανικά - орендар, землевласник, посадка, посадку, садіння
  • πλειονότητα στα ουκρανικά - більшості, більшість
  • πλεξούδα στα ουκρανικά - пійло, пасмо, прядку
  • πλεονάζων στα ουκρανικά - надмірність, багатослівність, багатослів'я, надлишковий, надмірна, надлишкову, надлишкова, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλειστηριασμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: аукціон, аукціонний, розпродаж