Πλειστηριασμός στα δανικά
Μετάφραση: πλειστηριασμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
auktion, Auktionen, hammerslag
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλειστηριασμός
πλειστηριασμός ακινήτου διαδικασία, πλειστηριασμός αυθαιρέτου, πλειστηριασμός αριθμού εγγραφής οχήματος, πλειστηριασμός ακινήτου, πλειστηριασμός τράπεζας κύπρου, πλειστηριασμός λεξικό γλώσσας δανικά, πλειστηριασμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- πλατύσκαλο στα δανικά - landing, destinationsside, landingen, repos, lander
- πλειονότητα στα δανικά - majoritet, flertal, fleste, størstedelen, flertallet, hovedparten
- πλεξούδα στα δανικά - streng, Strand, strengen, indsatsområde, aktionsdel
- πλεονάζων στα δανικά - overflødig, redundant, overflødige, afskediget, overflødigt
Τυχαίες λέξεις
Πλειστηριασμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: auktion, Auktionen, hammerslag
Μεταφράσεις: auktion, Auktionen, hammerslag