Πλειστηριασμός στα ισλανδικά
Μετάφραση: πλειστηριασμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppboð, útboð, uppboði, útboðið, Útboðinu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλειστηριασμός
πλειστηριασμός ακινήτου διαδικασία, πλειστηριασμός αυθαιρέτου, πλειστηριασμός αριθμού εγγραφής οχήματος, πλειστηριασμός ακινήτου, πλειστηριασμός τράπεζας κύπρου, πλειστηριασμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πλειστηριασμός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πλατύσκαλο στα ισλανδικά - lending, áfangasíðu, áfangasíðunnar, lendingu, tengda
- πλειονότητα στα ισλανδικά - meirihluti, meirihluta, flestir, meirihlutinn, flestar
- πλεξούδα στα ισλανδικά - strandar, þráður, Strand, þráðurinn, efnisþræðir
- πλεονάζων στα ισλανδικά - óþarfi, umfram, ofaukið, sagt, sagt upp
Τυχαίες λέξεις
Πλειστηριασμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: uppboð, útboð, uppboði, útboðið, Útboðinu
Μεταφράσεις: uppboð, útboð, uppboði, útboðið, Útboðinu