Πλειστηριασμός στα τούρκικα

Μετάφραση: πλειστηριασμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açık artırma, açık arttırma, ihale, müzayede, mezat
Πλειστηριασμός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλειστηριασμός

πλειστηριασμός ακινήτου διαδικασία, πλειστηριασμός αυθαιρέτου, πλειστηριασμός αριθμού εγγραφής οχήματος, πλειστηριασμός ακινήτου, πλειστηριασμός τράπεζας κύπρου, πλειστηριασμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, πλειστηριασμός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πλατύσκαλο στα τούρκικα - iniş, Landing, açılış, bir açılış
  • πλειονότητα στα τούρκικα - çoğunluk, çoğunluğu, çoğu, çoğunluğunun, büyük çoğunluğu
  • πλεξούδα στα τούρκικα - iplik, strand, iplikçik, iplikli, sarmal
  • πλεονάζων στα τούρκικα - gereksiz, yedekli, fazladan, yedeklemeli, redundant
Τυχαίες λέξεις
Πλειστηριασμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: açık artırma, açık arttırma, ihale, müzayede, mezat