Ποινή στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ποινή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наказание, глоба, наказателното, дузпа, санкция, дузпа в
Ποινή στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποινή

ποινή με αναστολή, ποινή λιπομαρτυρίας, ποινή φυλάκισης με αναστολή, ποινή 90 εκατομμυρίων ευρώ στην τουρκία για την εισβολή στην κύπρο, ποινή απαραδέκτου, ποινή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ποινή στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ποικιλία στα βουλγαρικά - разнообразие, сорт, различни, разнообразни, гама
  • ποιμενικός στα βουλγαρικά - пасторален, пасторална, пастирска, пасторалната, пасторалното
  • ποινικός στα βουλγαρικά - наказателен, Наказателния, наказателното, наказателно
  • ποιότητα στα βουλγαρικά - качество, качеството, на качеството, качеството на, качество на
Τυχαίες λέξεις
Ποινή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: наказание, глоба, наказателното, дузпа, санкция, дузпа в