Ποινή στα δανικά

Μετάφραση: ποινή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
straf, revselse, straffespark, sanktion, bøde, straffesparksfeltet
Ποινή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποινή

ποινή με αναστολή, ποινή λιπομαρτυρίας, ποινή φυλάκισης με αναστολή, ποινή 90 εκατομμυρίων ευρώ στην τουρκία για την εισβολή στην κύπρο, ποινή απαραδέκτου, ποινή λεξικό γλώσσας δανικά, ποινή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ποικιλία στα δανικά - sort, række, udvalg, vifte, bred vifte
  • ποιμενικός στα δανικά - pastoral, pastorale, verdensomspændende pastorale, kirkelige, pastoralt
  • ποινικός στα δανικά - straffelov, strafferetlige, strafferetlig, straffelovgivning, strafbart
  • ποιότητα στα δανικά - egenskab, kvalitet, kvaliteten
Τυχαίες λέξεις
Ποινή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: straf, revselse, straffespark, sanktion, bøde, straffesparksfeltet