Πονοκέφαλος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πονοκέφαλος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
главоболие, главоболието
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονοκέφαλος
πονοκέφαλος ιγμορείων, πονοκέφαλος αίτια, πονοκέφαλος και πίεση, πονοκέφαλος και περίοδος, πονοκέφαλος μετά από ποτό, πονοκέφαλος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πονοκέφαλος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πονηριά στα βουλγαρικά - злоба, хитър, хитрост, изкусен, лукавство, хитростта
- πονηρός στα βουλγαρικά - хитър, лукав, Слай, Sly, хитра
- ποντίκι στα βουλγαρικά - мишка, мишката, на мишката, миши
- πονόψυχος στα βουλγαρικά - търгово, тръжна, платежно, тръжната, нежна
Τυχαίες λέξεις
Πονοκέφαλος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: главоболие, главоболието
Μεταφράσεις: главоболие, главоболието