Πονοκέφαλος στα σουηδικά
Μετάφραση: πονοκέφαλος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oro, sorg, huvudvärk, huvudvärken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονοκέφαλος
πονοκέφαλος ιγμορείων, πονοκέφαλος αίτια, πονοκέφαλος και πίεση, πονοκέφαλος και περίοδος, πονοκέφαλος μετά από ποτό, πονοκέφαλος λεξικό γλώσσας σουηδικά, πονοκέφαλος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- πονηριά στα σουηδικά - list, slug, listig, listiga, slughet
- πονηρός στα σουηδικά - illmarig, svek, list, lömsk, skuld, listig, underfundig, ...
- ποντίκι στα σουηδικά - mus, musen, musen för, muspekaren, musknapp
- πονόψυχος στα σουηδικά - ömsint, ömhjärtad, känsliga besökare
Τυχαίες λέξεις
Πονοκέφαλος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: oro, sorg, huvudvärk, huvudvärken
Μεταφράσεις: oro, sorg, huvudvärk, huvudvärken