Πονοκέφαλος στα πολωνικά
Μετάφραση: πονοκέφαλος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmartwienie, ból głowy, bóle głowy, głowy, ból, bólu głowy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονοκέφαλος
πονοκέφαλος ιγμορείων, πονοκέφαλος αίτια, πονοκέφαλος και πίεση, πονοκέφαλος και περίοδος, πονοκέφαλος μετά από ποτό, πονοκέφαλος λεξικό γλώσσας πολωνικά, πονοκέφαλος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- πονηριά στα πολωνικά - szelmostwo, chytrość, napastliwość, złość, złośliwość, skrytość, przebiegłość, ...
- πονηρός στα πολωνικά - cwaniactwo, sprytny, zawiły, chytry, szelmowski, przebiegłość, podstępny, ...
- ποντίκι στα πολωνικά - myszka, mysz, myszy, myszki, mouse, myszą
- πονόψυχος στα πολωνικά - litościwy, współczujący, czułym sercu, o czułym sercu
Τυχαίες λέξεις
Πονοκέφαλος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zmartwienie, ból głowy, bóle głowy, głowy, ból, bólu głowy
Μεταφράσεις: zmartwienie, ból głowy, bóle głowy, głowy, ból, bólu głowy