Πονοκέφαλος στα ολλανδικά
Μετάφραση: πονοκέφαλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoofdpijn, hoofd pijn
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονοκέφαλος
πονοκέφαλος ιγμορείων, πονοκέφαλος αίτια, πονοκέφαλος και πίεση, πονοκέφαλος και περίοδος, πονοκέφαλος μετά από ποτό, πονοκέφαλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πονοκέφαλος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πονηριά στα ολλανδικά - sluw, sluwheid, listig, geslepenheid, listigheid
- πονηρός στα ολλανδικά - uitgeslapen, schattig, sluw, doortrapt, aardig, gewiekst, schalks, ...
- ποντίκι στα ολλανδικά - muis, muizen, de muis, muisknop, mouse
- πονόψυχος στα ολλανδικά - teergevoelig, zachtmoedig, teerhartig, teerhartige, barmhartig
Τυχαίες λέξεις
Πονοκέφαλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hoofdpijn, hoofd pijn
Μεταφράσεις: hoofdpijn, hoofd pijn