Πονοκέφαλος στα ουκρανικά

Μετάφραση: πονοκέφαλος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикрощі, прикрість, неприємність, завада, головний біль, біль голови
Πονοκέφαλος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πονοκέφαλος

πονοκέφαλος ιγμορείων, πονοκέφαλος αίτια, πονοκέφαλος και πίεση, πονοκέφαλος και περίοδος, πονοκέφαλος μετά από ποτό, πονοκέφαλος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πονοκέφαλος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πονηριά στα ουκρανικά - відмовляти, несправність, лукавство, хитрість, хитрощі
  • πονηρός στα ουκρανικά - лукавий, спритний, спритність, хитрий, підступний, ловкий, вправний, ...
  • ποντίκι στα ουκρανικά - оплакує, миша, мишу, миші
  • πονόψυχος στα ουκρανικά - жалісливий, жаліслива
Τυχαίες λέξεις
Πονοκέφαλος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: прикрощі, прикрість, неприємність, завада, головний біль, біль голови