Πονοκέφαλος στα ιταλικά
Μετάφραση: πονοκέφαλος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preoccupazione, cruccio, grattacapo, mal di testa, cefalea, emicrania, mal, l'emicrania
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονοκέφαλος
πονοκέφαλος ιγμορείων, πονοκέφαλος αίτια, πονοκέφαλος και πίεση, πονοκέφαλος και περίοδος, πονοκέφαλος μετά από ποτό, πονοκέφαλος λεξικό γλώσσας ιταλικά, πονοκέφαλος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πονηριά στα ιταλικά - malignità, astuzia, malizia, astuto, furbo, scaltro, abile
- πονηρός στα ιταλικά - scaltro, furbo, astuto, astuzia, sornione, subdolo, sly
- ποντίκι στα ιταλικά - topo, mouse, sorcio, del mouse, il mouse, mouse del
- πονόψυχος στα ιταλικά - dal cuore tenero, cuore tenero, misericordiosi, tenero di cuore
Τυχαίες λέξεις
Πονοκέφαλος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: preoccupazione, cruccio, grattacapo, mal di testa, cefalea, emicrania, mal, l'emicrania
Μεταφράσεις: preoccupazione, cruccio, grattacapo, mal di testa, cefalea, emicrania, mal, l'emicrania