Προστακτική στα βουλγαρικά
Μετάφραση: προστακτική, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
императив, Императивен, наложително, Задължителен, Заповед
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προστακτική
προστακτική ενεστώτα μπαίνω, προστακτική μέσης φωνής, προστακτική του επιλέγω, προστακτική λατινικά, προστακτική γ δημοτικού, προστακτική λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προστακτική στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- προστίθεμαι στα βουλγαρικά - prostithemai
- προσταγή στα βουλγαρικά - клуб, орден, постановление, команда, командния, командата, командването, ...
- προστασία στα βουλγαρικά - защита, закрила, защита на, опазване, защитата на
- προστατευτικός στα βουλγαρικά - предпазен, защитен, защитно, предпазни, защитна
Τυχαίες λέξεις
Προστακτική στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: императив, Императивен, наложително, Задължителен, Заповед
Μεταφράσεις: императив, Императивен, наложително, Задължителен, Заповед