Προστακτική στα λιθουανικά
Μετάφραση: προστακτική, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imperatyvas, būtinas, būtina, Privalomasis, imperatyvus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προστακτική
προστακτική ενεστώτα μπαίνω, προστακτική μέσης φωνής, προστακτική του επιλέγω, προστακτική λατινικά, προστακτική γ δημοτικού, προστακτική λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προστακτική στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- προστίθεμαι στα λιθουανικά - prostithemai
- προσταγή στα λιθουανικά - valdyti, įsakas, ordinas, vertinti, tvarka, vadovauti, rangas, ...
- προστασία στα λιθουανικά - apgintis, globa, apsauga, apsaugos, apsaugą, apsaugai, saugos
- προστατευτικός στα λιθουανικά - apsauginis, apsauginė, apsauginiai, apsauginius, apsauginės
Τυχαίες λέξεις
Προστακτική στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: imperatyvas, būtinas, būtina, Privalomasis, imperatyvus
Μεταφράσεις: imperatyvas, būtinas, būtina, Privalomasis, imperatyvus