Προστακτική στα ουκρανικά
Μετάφραση: προστακτική, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непроникність, імператив, Императив
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προστακτική
προστακτική ενεστώτα μπαίνω, προστακτική μέσης φωνής, προστακτική του επιλέγω, προστακτική λατινικά, προστακτική γ δημοτικού, προστακτική λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προστακτική στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προστίθεμαι στα ουκρανικά - накопичуватися, наростати, збільшуватись, prostithemai
- προσταγή στα ουκρανικά - команда, командувати, наказати, володіння, наказ, замова, замовляти, ...
- προστασία στα ουκρανικά - захист, піклування, клієнтура, заступництво, шефство
- προστατευτικός στα ουκρανικά - захисти, захисний, Задати, Захистний
Τυχαίες λέξεις
Προστακτική στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: непроникність, імператив, Императив
Μεταφράσεις: непроникність, імператив, Императив