Προστακτική στα δανικά
Μετάφραση: προστακτική, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ufravigelige, bydende nødvendigt, Den ufravigelige, Imperative
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προστακτική
προστακτική ενεστώτα μπαίνω, προστακτική μέσης φωνής, προστακτική του επιλέγω, προστακτική λατινικά, προστακτική γ δημοτικού, προστακτική λεξικό γλώσσας δανικά, προστακτική στα δανικά
Μεταφράσεις
- προστίθεμαι στα δανικά - prostithemai
- προσταγή στα δανικά - bestille, klasse, befaling, forordning, beherske, ordre, bestilling, ...
- προστασία στα δανικά - beskyttelse, værn, beskyttelsen, beskyttelse af, beskytte, beskyttelsesniveau
- προστατευτικός στα δανικά - beskyttende, beskyttelsesudstyr, beskyttelsesfilm, beskyttelsesfilm og, beskyttelse
Τυχαίες λέξεις
Προστακτική στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ufravigelige, bydende nødvendigt, Den ufravigelige, Imperative
Μεταφράσεις: ufravigelige, bydende nødvendigt, Den ufravigelige, Imperative