Προστακτική στα ολλανδικά

Μετάφραση: προστακτική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebiedende wijs, imperatief, Dwingend, Imperative, absoluut noodzakelijk
Προστακτική στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προστακτική

προστακτική ενεστώτα μπαίνω, προστακτική μέσης φωνής, προστακτική του επιλέγω, προστακτική λατινικά, προστακτική γ δημοτικού, προστακτική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προστακτική στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προστίθεμαι στα ολλανδικά - prostithemai
  • προσταγή στα ολλανδικά - commando, order, opdracht, commanderen, beschikking, volgorde, club, ...
  • προστασία στα ολλανδικά - toeverlaat, mecenaat, begunstiging, bescherming, bescherming van, de bescherming, de bescherming van, ...
  • προστατευτικός στα ολλανδικά - beschermend, beschermende, beschermingsmiddelen, bescherming, beschermde
Τυχαίες λέξεις
Προστακτική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gebiedende wijs, imperatief, Dwingend, Imperative, absoluut noodzakelijk