Σακίδιο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σακίδιο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раница, раницата, торбата, за раница
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σακίδιο
σακίδιο πλάτης, σακίδιο έκτακτης ανάγκης, σακίδιο πλάτης γυναικείο, σακίδιο mcm, σακίδιο terra, σακίδιο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σακίδιο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σαγόνι στα βουλγαρικά - челюст, челюстта, челюстите, челюстната, челюсти
- σαθρός στα βουλγαρικά - нездрав, необоснован, нестабилен, несигурен, неспокоен
- σακατεύω στα βουλγαρικά - травма, инвалид, осакати, осакатят, осакатяват, да парализира
- σακούλα στα βουλγαρικά - чанта, торба, кошница, торбичка, чантата
Τυχαίες λέξεις
Σακίδιο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: раница, раницата, торбата, за раница
Μεταφράσεις: раница, раницата, торбата, за раница