Σακίδιο στα εσθονικά
Μετάφραση: σακίδιο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seljakott, seljakoti, seljakotti, seljakotis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σακίδιο
σακίδιο πλάτης, σακίδιο έκτακτης ανάγκης, σακίδιο πλάτης γυναικείο, σακίδιο mcm, σακίδιο terra, σακίδιο λεξικό γλώσσας εσθονικά, σακίδιο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σαγόνι στα εσθονικά - lõualuu, lõug, lõua, haaratsi, jaw, lõualuus
- σαθρός στα εσθονικά - mädanenud, mäda, ebaterve, põhjendamatu, alusetu, väär, ebausaldatav
- σακατεύω στα εσθονικά - sandistama, vigastama, sant, halvata, sandistada, halvama
- σακούλα στα εσθονικά - paun, tasku, sopp, kott, kotti, koti, Olemas, ...
Τυχαίες λέξεις
Σακίδιο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: seljakott, seljakoti, seljakotti, seljakotis
Μεταφράσεις: seljakott, seljakoti, seljakotti, seljakotis