Στερεοτυπία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στερεοτυπία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стереотип, стереотипа, стереотипно, стереотипна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερεοτυπία
στερεοτυπία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στερεοτυπία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στενόχωρος στα βουλγαρικά - неудобен, неудобно, неприятно, чувстваше некомфортно, некомфортно
- στερέωση στα βουλγαρικά - установка, фиксиране, фиксиране на, фиксация, фиксиране на лихвения, закрепване
- στερεοτυπώ στα βουλγαρικά - стереотип, стереотипа, стереотипно, стереотипна
- στερεός στα βουλγαρικά - твърд, солиден, твърдо вещество, солидна, твърда маса
Τυχαίες λέξεις
Στερεοτυπία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: стереотип, стереотипа, стереотипно, стереотипна
Μεταφράσεις: стереотип, стереотипа, стереотипно, стереотипна