Στερεοτυπία στα γερμανικά
Μετάφραση: στερεοτυπία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klischee, stereotyp, klischeevorstellung, Stereotyp, Klischee, Stereotypen, Stereotype
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερεοτυπία
στερεοτυπία λεξικό γλώσσας γερμανικά, στερεοτυπία στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- στενόχωρος στα γερμανικά - eingeklammert, ungemütlich, unbequem, unangenehm, unbehaglich, unwohl
- στερέωση στα γερμανικά - befestigend, einspannend, fixierend, reparatur, anbindend, ausbesserung, Fixierung, ...
- στερεοτυπώ στα γερμανικά - klischeevorstellung, klischee, stereotyp, Stereotyp, Klischee, Stereotypen, Stereotype
- στερεός στα γερμανικά - fest, wesentlich, hart, robust, substantiell, nobel, haltbar, ...
Τυχαίες λέξεις
Στερεοτυπία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: klischee, stereotyp, klischeevorstellung, Stereotyp, Klischee, Stereotypen, Stereotype
Μεταφράσεις: klischee, stereotyp, klischeevorstellung, Stereotyp, Klischee, Stereotypen, Stereotype