Στερεοτυπία στα ουκρανικά
Μετάφραση: στερεοτυπία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стереотип
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερεοτυπία
στερεοτυπία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στερεοτυπία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στενόχωρος στα ουκρανικά - обмежений, стиснутий, нерозбірливий, незручний, незручне, незграбний, незручна
- στερέωση στα ουκρανικά - запирання, скріплювання, обробка, замикання, фіксація
- στερεοτυπώ στα ουκρανικά - стереотип
- στερεός στα ουκρανικά - суцільний, твердий, поживний, міцний, суттєвий, реальний, ґрунтовний, ...
Τυχαίες λέξεις
Στερεοτυπία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стереотип
Μεταφράσεις: стереотип