Στερεοτυπία στα ολλανδικά

Μετάφραση: στερεοτυπία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemeenplaats, cliché, stereotiep, stereotype, stereotiepe, stereotype beeld
Στερεοτυπία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στερεοτυπία

στερεοτυπία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στερεοτυπία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στενόχωρος στα ολλανδικά - nauw, krap, ongemakkelijk, oncomfortabel, ongemakkelijke, oncomfortabele, onaangenaam
  • στερέωση στα ολλανδικά - reparatie, bevestiging, vastlegging, fixatie, fixeren, de fixatie
  • στερεοτυπώ στα ολλανδικά - gemeenplaats, cliché, stereotiep, stereotype, stereotiepe, stereotype beeld
  • στερεός στα ολλανδικά - stevig, standvastig, deugdelijk, edelman, ferm, flink, edel, ...
Τυχαίες λέξεις
Στερεοτυπία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gemeenplaats, cliché, stereotiep, stereotype, stereotiepe, stereotype beeld