Στερεοτυπία στα δανικά
Μετάφραση: στερεοτυπία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stereotype, stereotyp, stereotypen, stereotypt, stereotype billede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερεοτυπία
στερεοτυπία λεξικό γλώσσας δανικά, στερεοτυπία στα δανικά
Μεταφράσεις
- στενόχωρος στα δανικά - ubehageligt, ubehagelige, ubehagelig, utilpas
- στερέωση στα δανικά - fiksering, optagelse, fastgørelse, optagelsen, fikseringen
- στερεοτυπώ στα δανικά - stereotype, stereotyp, stereotypen, stereotypt, stereotype billede
- στερεός στα δανικά - fast, solid, fast stof, faststof, faste
Τυχαίες λέξεις
Στερεοτυπία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stereotype, stereotyp, stereotypen, stereotypt, stereotype billede
Μεταφράσεις: stereotype, stereotyp, stereotypen, stereotypt, stereotype billede