Στερεοτυπία στα λευκορωσικά
Μετάφραση: στερεοτυπία, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стэрэатып
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερεοτυπία
στερεοτυπία λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στερεοτυπία στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- στενόχωρος στα λευκορωσικά - нязручны, няёмкі, няёмкае, неудобный, нязручнае
- στερέωση στα λευκορωσικά - фіксацыя, крымінагеннай
- στερεοτυπώ στα λευκορωσικά - стэрэатып
- στερεός στα λευκορωσικά - поуны, моцны, цвёрды, цвёрдая, цьвёрды
Τυχαίες λέξεις
Στερεοτυπία στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: стэрэатып
Μεταφράσεις: стэрэатып