Στολίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στολίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
контя, контя се, труфя се
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στολίζω
στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω αγγλικα, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στολίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στοιχηματίζω στα βουλγαρικά - пари, залагане, залог, залога, залози
- στολή στα βουλγαρικά - униформа, еднакъв, еднаквото, единното, уеднаквено
- στολισμός στα βουλγαρικά - украшение, украса, накит, накити, украшения
- στομάχι στα βουλγαρικά - живот, стомах, стомаха, на стомаха, стомашна, в стомаха
Τυχαίες λέξεις
Στολίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: контя, контя се, труфя се
Μεταφράσεις: контя, контя се, труфя се