Στολίζω στα εσθονικά
Μετάφραση: στολίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaunistama, ehtima, Pyntätä, Ella õigus ennast
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στολίζω
στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω αγγλικα, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, στολίζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- στοιχηματίζω στα εσθονικά - panus, kihlvedu, bet, panuse, ennustus, kihla
- στολή στα εσθονικά - vormirõivad, üleüldine, kõrvakujuline, ühtne, ühtsete, ühtsed, ühetaolise, ...
- στολισμός στα εσθονικά - kaunistus, aumärk, ehtimine, ehe, ehted, kaunistusteks, adornment, ...
- στομάχι στα εσθονικά - kõht, mao, kõhuga, maos, magu
Τυχαίες λέξεις
Στολίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kaunistama, ehtima, Pyntätä, Ella õigus ennast
Μεταφράσεις: kaunistama, ehtima, Pyntätä, Ella õigus ennast