Στολίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: στολίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Puošiame, Wystroić
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στολίζω
στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω αγγλικα, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στολίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στοιχηματίζω στα λιθουανικά - lažybos, statymas, statymą, lažybų, Lažinkis
- στολή στα λιθουανικά - uniforma, vienodas, vienoda, vienodą, vienodos, vienodai
- στολισμός στα λιθουανικά - medalis, ornamentas, puošmena, papuošalas, papuošalai, puošmena ir, puošmenos
- στομάχι στα λιθουανικά - pilvas, skrandis, skrandžio, pilvo, skrandyje, skrandį
Τυχαίες λέξεις
Στολίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Puošiame, Wystroić
Μεταφράσεις: Puošiame, Wystroić