Στολίζω στα κροατικά
Μετάφραση: στολίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukrasiti, krasiti, ukrašavati, uljepšavati, dotjerati se, lickati, dotjerati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στολίζω
στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω αγγλικα, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, στολίζω στα κροατικά
Μεταφράσεις
- στοιχηματίζω στα κροατικά - opklada, ulog, oklada, kladiti, kladiti se, oklade
- στολή στα κροατικά - uniforma, stalan, istovrstan, odori, jednoobrazan, jedinstvena, ujednačena, ...
- στολισμός στα κροατικά - ukras, uređenje, ukrašavanje, dekoracija, kićenje, nakit, uresom, ...
- στομάχι στα κροατικά - trbušni, zadak, želuca, trbuh, stomak, želudac, želucu, ...
Τυχαίες λέξεις
Στολίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: ukrasiti, krasiti, ukrašavati, uljepšavati, dotjerati se, lickati, dotjerati
Μεταφράσεις: ukrasiti, krasiti, ukrašavati, uljepšavati, dotjerati se, lickati, dotjerati