Στολίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: στολίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
somistaa, koristaa, pukea, pyntätä, laitella itseään
Στολίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στολίζω

στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω αγγλικα, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, στολίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • στοιχηματίζω στα φινλανδικά - lyödä vetoa, veto, panos, veikata, vedon, bet, vetoa
  • στολή στα φινλανδικά - sotilaspuku, yhtenäinen, univormu, virka-asu, yhdenmukainen, yhdenmukaisen, yhdenmukaista, ...
  • στολισμός στα φινλανδικά - koristus, koru, koriste, mitali, kunniamerkki, koristelu, adornment, ...
  • στομάχι στα φινλανδικά - takaruumis, vatsa, sietää, mahalaukku, maha, kestää, masu, ...
Τυχαίες λέξεις
Στολίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: somistaa, koristaa, pukea, pyntätä, laitella itseään