Στοχεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στοχεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мишена, цел, целевата, целева, целеви
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στοχεύω
στοχεύω συνώνυμο, στοχεύω αγγλικά, στοχεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στοχεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στοχασμός στα βουλγαρικά - медитация, медитацията, на медитация, за медитация
- στοχαστικός στα βουλγαρικά - съзерцателен, съзерцателна, съзерцателно, съзерцателния, съзерцателната
- στρέμμα στα βουλγαρικά - акър, акра, акровата, декара, декар
- στρέψη στα βουλγαρικά - усукване, торсионна, торзия, торсионно, торзия на
Τυχαίες λέξεις
Στοχεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мишена, цел, целевата, целева, целеви
Μεταφράσεις: мишена, цел, целевата, целева, целеви