Στοχεύω στα τούρκικα

Μετάφραση: στοχεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amaç, niyet, hedef, hedefi, bir hedef
Στοχεύω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στοχεύω

στοχεύω συνώνυμο, στοχεύω αγγλικά, στοχεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, στοχεύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • στοχασμός στα τούρκικα - meditasyon, bir meditasyon, meditasyonu, meditation, meditasyonun
  • στοχαστικός στα τούρκικα - düşünceye dalmış, dalgın, tefekkür, düşünceli, dalmış
  • στρέμμα στα τούρκικα - dönümlük, Acre, dönüm, hektarlık, dönümlük bir
  • στρέψη στα τούρκικα - burulma, torsiyon, torsiyonu, burma, bükme
Τυχαίες λέξεις
Στοχεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: amaç, niyet, hedef, hedefi, bir hedef