Στοχεύω στα τσεχικά
Μετάφραση: στοχεύω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cíl, terč, záměr, zacílit, cílové, cílová, cílový
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στοχεύω
στοχεύω συνώνυμο, στοχεύω αγγλικά, στοχεύω λεξικό γλώσσας τσεχικά, στοχεύω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- στοχασμός στα τσεχικά - meditace, kontemplace, hloubání, pozorování, úvaha, rozjímání, meditační, ...
- στοχαστικός στα τσεχικά - kontemplativní, rozjímavý, hloubavý, hloubavá, zamyšleně
- στρέμμα στα τσεχικά - akr, jitro, akrů, akra, acre, ha
- στρέψη στα τσεχικά - kroucení, torzní, torze, torzních, zkrutným
Τυχαίες λέξεις
Στοχεύω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: cíl, terč, záměr, zacílit, cílové, cílová, cílový
Μεταφράσεις: cíl, terč, záměr, zacílit, cílové, cílová, cílový