Συνηθισμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνηθισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обикновен, общ, обичаен, обикновено, обичайната, обичайното
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνηθισμένος
συνηθισμένος συνώνυμα, συνηθισμένοσ συνώνυμο, συνηθισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνηθισμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνηγορώ στα βουλγαρικά - адвокат, умолявам, пледирам, се позове, съдя, пледира
- συνηθίζω στα βουλγαρικά - свиквам, привикнат, да привикнат, привиквам, приучавам
- συνθέτης στα βουλγαρικά - композитор, композитора, композиторът
- συνθέτω στα βουλγαρικά - синтезирам, синтезира, синтезират, синтезиране, синтезиране на
Τυχαίες λέξεις
Συνηθισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обикновен, общ, обичаен, обикновено, обичайната, обичайното
Μεταφράσεις: обикновен, общ, обичаен, обикновено, обичайната, обичайното