Συνηθισμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: συνηθισμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
harilik, ühine, tavaline, tavaliselt, tavalisest, tavalisi, tavapärasest
Συνηθισμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηθισμένος

συνηθισμένος συνώνυμα, συνηθισμένοσ συνώνυμο, συνηθισμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, συνηθισμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συνηγορώ στα εσθονικά - kaitsma, propageerima, advokaat, paluma, tugineda, toetuda, viidata, ...
  • συνηθίζω στα εσθονικά - kohandama, harjutama, Õpetada, Õpetada jhk
  • συνθέτης στα εσθονικά - helilooja, redaktori, heliloojale, heliloojana
  • συνθέτω στα εσθονικά - koosnema, koostama, komponeerima, sünteesima, sünteesida, sünteesimiseks, sünteesivad, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνηθισμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: harilik, ühine, tavaline, tavaliselt, tavalisest, tavalisi, tavapärasest