Συνηθισμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: συνηθισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
almennur, algengur, vanalegur, venjulega, Venjulegur, og venjulega, venjulegum, vanalega
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνηθισμένος
συνηθισμένος συνώνυμα, συνηθισμένοσ συνώνυμο, συνηθισμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συνηθισμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συνηγορώ στα ισλανδικά - flytja, biðja, reka, borið, bið
- συνηθίζω στα ισλανδικά - venja
- συνθέτης στα ισλανδικά - tónskáld, tónskáldið, tónskálds
- συνθέτω στα ισλανδικά - semja, mynda, synthesize, smíða, að smíða, nýmynda
Τυχαίες λέξεις
Συνηθισμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: almennur, algengur, vanalegur, venjulega, Venjulegur, og venjulega, venjulegum, vanalega
Μεταφράσεις: almennur, algengur, vanalegur, venjulega, Venjulegur, og venjulega, venjulegum, vanalega