Σωριάζομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σωριάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разрушение, колапс, срив, крах, срутване, колапса
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωριάζομαι
σωριάζομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σωριάζομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σωπαίνω στα βουλγαρικά - тишина, държи, запази, съхранява, запазите, пазят
- σωρευτικός στα βουλγαρικά - кумулативен, кумулативна, кумулативната, кумулативно, кумулативния
- σωριάζω στα βουλγαρικά - дървен материал, Бичен материал, дървесен материал, Lumber
- σωρός στα βουλγαρικά - комин, купчина, куп, купчината, купчинка, пиле
Τυχαίες λέξεις
Σωριάζομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разрушение, колапс, срив, крах, срутване, колапса
Μεταφράσεις: разрушение, колапс, срив, крах, срутване, колапса