Σωριάζομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σωριάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crise, colapso, Collapse, queda, o colapso, recolher
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωριάζομαι
σωριάζομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σωριάζομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σωπαίνω στα πορτογαλικά - silêncio, signifique, manter-se completamente
- σωρευτικός στα πορτογαλικά - acumulativo, cumulativa, cumulativo, acumulado, acumulada
- σωριάζω στα πορτογαλικά - pacote, madeira serrada, madeira, lumber, de madeira, lumber madeira
- σωρός στα πορτογαλικά - ruma, pique, acervo, pilha, multidão, estável, montão, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωριάζομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: crise, colapso, Collapse, queda, o colapso, recolher
Μεταφράσεις: crise, colapso, Collapse, queda, o colapso, recolher