Σωριάζομαι στα δανικά
Μετάφραση: σωριάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kollaps, sammenbrud, Collapse, detaljer Skjul detaljer, sammenbruddet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωριάζομαι
σωριάζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, σωριάζομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- σωπαίνω στα δανικά - stilhed, ro, holde, at holde, holder, beholde, opbevare
- σωρευτικός στα δανικά - kumulative, kumulativ, Kumuleret, akkumulerede, kumulerede
- σωριάζω στα δανικά - pakke, tømmer, skrammel, træ, lumber
- σωρός στα δανικά - dynge, bunke, bunken, stabel, luv, stak
Τυχαίες λέξεις
Σωριάζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kollaps, sammenbrud, Collapse, detaljer Skjul detaljer, sammenbruddet
Μεταφράσεις: kollaps, sammenbrud, Collapse, detaljer Skjul detaljer, sammenbruddet